- αδιψώ
- ἀδιψῶ (-έω) (Α) [ἄδιψος]δεν έχω δίψα, δεν διψώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδίψῳ — ἄδιψον not thirsty neut dat sg ἄδιψος not thirsty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδιψος — ἄδιψος, ον (Α) 1. ο μη διψασμένος, αυτός που δεν υποφέρει από δίψα 2. αυτός που καταπαύει τη δίψα 3. αυτός που δεν προκαλεί δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίψα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιψῶ νεοελλ. αδιψία] … Dictionary of Greek